ἐβένινος
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
English (LSJ)
η, ον, of ebony, δίφρος CIG3071 (Teos), cf. Str.15.1.54, Peripl.M.Rubr.36, PMag.Berol.1.279.
German (Pape)
[Seite 700] von Ebenholz, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐβένινος: -η, -ον, ἐξ ἐβένου, Συλλ. Ἐπιγρ. 3071, ἴδε Berkel. εἰς Στέφ. Β. 248Β.
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Alolema(s): ἐβελ- Ps.Callisth.1.1B
• Grafía: graf. ἐβένν- PMag.1.279, Cosm.Ind.Top.2.50, ἐβέλλ- PMasp.6ue.90 (VI d.C.)
de ébano, δίφρος CIG 3071.10 (Teos II a.C.), σκυτάλιον ID 1417A.1.164 (II a.C.), cf. Str.15.1.54, ξύλα Peripl.M.Rubri 36, cf. Alch.Fr.Pap.3.39, ῥάβδος PMag.l.c., Cosm.Ind.l.c., Ps.Callisth.1.1B, καμψίον PMasp.l.c.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐβένινος, -η, -ον
Μ και ἐβέλ(λ)ινος, -η, -ον)
ο κατασκευασμένος από ξύλο εβένου («εβένινα έπιπλα»)
νεοελλ.
μαύρος και στιλπνός («εβένινα μαλλιά»).