ἐκφυάς
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
άδος, ἡ,= ἀποφυάς, Eratosth.26.
German (Pape)
[Seite 786] άδος, ἡ, der Auswuchs, das Anhängsel, Arist. part. anim. 3, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφυάς: -άδος, ἡ, = ἀποφυάς, Σχόλ. Διοσκ. ἐν Matthaei Medicis σ. 360.
Spanish (DGE)
(ἐκφῠάς) -άδος, ἡ
brote, retoño χλωρὰς κλήματος ἐκφυάδας Eratosth.26, fig. ὅπως ... αἱ ἐκφυάδες αὐτῆς (αἱρέσεως) ... καταφρονηθῶσι Hippol.Haer.9.6.1.