ἐμφορτίζομαι

From LSJ
Revision as of 13:15, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφορτίζομαι Medium diacritics: ἐμφορτίζομαι Low diacritics: εμφορτίζομαι Capitals: ΕΜΦΟΡΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: emphortízomai Transliteration B: emphortizomai Transliteration C: emfortizomai Beta Code: e)mforti/zomai

English (LSJ)

Med., = ἐμφορτόομαι (load with a cargo, freight), metaph, πολὺν τῇ γαστρὶ κόρον Onos. 12.2. Pass., to be laden, ἱκανῶς ἐμπεφορτισμένος Timae.Astr. in Cat.Cod.Astr. 1.98.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφορτίζομαι: παθ., φορτώνομαι, Θ. Πρόδρ. παρ’ Elberling 6. σ. 253· ἴδε ἐκφορτίζομαι.

Spanish (DGE)

1 traficar con mercancías en v. pas., fig. de pers. ser objeto de mercadeo ἐξημπόλημαι κἀμπεφόρτισμαι S.Ant.1036.
2 cargar ναῦν Aesop.223, en v. pas. ἱκανῶς ἐμπεφορτισμένος Timaeus en Cat.Cod.Astr.1.98.1
c. ac. de la carga ὥστε μὴ πολὺν ἐμφορτίσασθαι τῇ γαστρὶ κόρον Onas.12.2, en v. pas. (ὄνος) σπόγγους ἐμπεφορτισμένος Aesop.191, part. subst. τινῶν τῶν ... ἐμπεφορτισμένων τῇ νηί de algunos de los fardos cargados en la nave Ps.Nonn.Comm.in Or.4.29
fig. εἰς ἑαυτὸν τὴν κτίσιν ὁ πλάνος ἐμφορτισάμενος cargando para sí la creación el engañador, e.e. el diablo Sud.s.u. Ἀδάμ (p. 44.39).

Greek Monolingual

ἐμφορτίζομαι (AM)
1. δέχομαι, παίρνω ως φορτίο, αναδέχομαι, φορτώνομαι
2. υπερπληρώνομαι, υπερφορτώνομαι.