ἄσπασμα
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
English (LSJ)
ατος, τό, = ἀσπασμός (greeting, embrace, salutation, affection), especially in plural, A embraces, E.Hec.829, Ph.2.77, Artem.1.10, etc. II thing embraced, dear one, Plu.2.608e.
German (Pape)
[Seite 373] τό, Umarmung, Liebkosung, Eur. Hec. 829 u. öfter; Gruß, Crinag. 27 (IX, 562); – das Umarmte, der geliebte Gegenstand, Plut. cons. ad ux. 3.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 τὰ ἀσπάσματα embrassements;
2 objet aimé.
Étymologie: ἀσπάζομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1plu. abrazos, caricias, besos φίλας ἡδονὰς ἀσπασμάτων ἔχω E.El.596, τῶν ἐν εὐνῇ φιλτάτων ἀσπασμάτων E.Hec.829, cf. Tr.1187, IT 376, Ph.2.77, Luc.Am.53, Ach.Tat.5.8.3.
2 sg. amado, objeto del amor πάντων ἥδιστον ἡμῖν ἄ. καὶ θέαμα καὶ ἄκουσμα Plu.2.608e.
II plu. saludo ψιττακὸς ... αἰεὶ δ' ἐκμελετῶν ἀσπάσμασι Καίσαρα κλεινόν AP 9.562.3 (Crin.).
Greek Monolingual
ἄσπασμα, το (Α) ασπάζομαι
1. το αγκάλιασμα, το χάδι
2. το αγαπητό πράγμα, το πολύτιμο.
Greek Monotonic
ἄσπασμα: -ατος, τό (ἀσπάζομαι), χαιρετισμός, ιδίως σε πληθ., εναγκαλισμοί, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσπασμα: ατος τό
1) радушное приветствие Anth.;
2) pl. объятья, ласки Eur., Luc.;
3) предмет любви (ἥδιστον ἄ. καὶ θέαμα Plut.).