ἔμμοιρος
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
ον, partaking, sharing, φύσεως ἀγαθοῦ Plot.4.8.6, cf. Porph.Gaur.6.2.
German (Pape)
[Seite 809] theilhabend, änderte Herm. in Aesch. Eum. 850 für εὔμοιρος.
Spanish (DGE)
-ον
partícipe de, que comparte c. gen. ὁ νοῦς τῆς ἀθρόας καὶ ἄνευ διεξόδου θίξεώς ἐστιν ἔ. de la razón discursiva, Porph.Gaur.6.2.