κάκ

From LSJ
Revision as of 00:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάκ Medium diacritics: κάκ Low diacritics: κακ Capitals: ΚΑΚ
Transliteration A: kák Transliteration B: kak Transliteration C: kak Beta Code: ka/k

English (LSJ)

(A), name of the letter κA, κάμηλος θήλεια κεχαραγμένη κὰκ λὰλ ἄλφα PLond.3.909a7 (ii A. D.), cf. BGU153.17 (ii A. D.).
κάκ (B), apocop. for κατά before κ, in Hom. mostly κὰκ κεφαλῆς, κὰκ κεφαλήν, Il.18.24, 16.412, al.; also κὰκ κόρυθα 11.351; κὰκ κορυφήν 8.83; cf κάγ, κάδ.

German (Pape)

[Seite 1297] abgekürzt für κατά, κάτ, vor κ, wie κὰκ κεφαλῆς, κὰκ κεφαλήν, κὰκ κόρυθα, Il. 11, 351, κὰκ κορυφήν, 8, 83.

Greek (Liddell-Scott)

κάκ: κατ’ ἀποκοπὴν ἀντὶ τοῦ πλήρους κατὰ πρὸ τοῦ κ, παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον κὰκ κεφαλῆς, κὰκ κεφαλήν· ὡσαύτως, κὰκ κόρυθα Ἰλ. Λ. 351· κὰκ κορυφὴν Θ. 83· πρβλ. κάγ, κάδ.

French (Bailly abrégé)

par sync. et assimil. homér. p. κατ(ά) devant un κ dans κὰκ κεφαλής, κὰκ κόρυθα, κὰκ κορυφήν.

English (Autenrieth)

see κατά.

Greek Monotonic

κάκ: αντί κατά πριν από το κ, όπως στο κἀκ κεφαλῆς, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάκ ep. en Aeol. voor κατά, voor de letter κ.

Russian (Dvoretsky)

κάκ: = κατά перед словом с начальной κ у Hom.: κὰκ κορυφήν = κατὰ κορυφήν; κὰκ κεφαλῆς = κατὰ κεφαλῆς.