γηράς
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
v. γηράσκω.
Spanish (DGE)
v. γηράσκω.
Greek (Liddell-Scott)
γηράς: ἴδε ἐν λ. γηράσκω.
French (Bailly abrégé)
v. γηράσκω.
English (Autenrieth)
see γηράσκω.
Greek Monotonic
γηράς: μτχ. αορ. βʹ του γηράσκω, όπως αν προερχόταν από γηράσκω.
Russian (Dvoretsky)
γηράς: part. aor. к γηράσκω.