βοτηρικός

From LSJ
Revision as of 12:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτηρικός Medium diacritics: βοτηρικός Low diacritics: βοτηρικός Capitals: ΒΟΤΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: botērikós Transliteration B: botērikos Transliteration C: votirikos Beta Code: bothriko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for a herdsman, ἑορτή Plu.Rom.12; κύπελλα AP6.170 (Thyill.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
pastoril ἑορτή Plu.Rom.12, κύπελλα AP 6.170 (Thyill.).

German (Pape)

[Seite 455] die Hirten betreffend, ἑορτή, Hirtenfest, Plut. Rom. 12; κύπελλα Thall. 3 (VI, 170).

Greek (Liddell-Scott)

βοτηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς βοσκόν, Πλούτ. Ρωμ. 12, Ἀνθ. II. 6. 170.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de berger, de pâtre, pastoral.
Étymologie: βοτήρ.

Greek Monolingual

βοτηρικός, -ή, -όν (Α) βοτήρ
ο ποιμενικός.

Greek Monotonic

βοτηρικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για το βοσκό, σε Πλούτ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βοτηρικός: пастушеский, пастуший (ἑορτή Plut.; κύπελλον Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοτηρικός -ή -όν βοτήρ herders-, herderlijk.

Middle Liddell

[from βοτήρ
of or for a herdsman, Plut., Anth.