αὐτοπραγία

From LSJ
Revision as of 12:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοπρᾱγία Medium diacritics: αὐτοπραγία Low diacritics: αυτοπραγία Capitals: ΑΥΤΟΠΡΑΓΙΑ
Transliteration A: autopragía Transliteration B: autopragia Transliteration C: aftopragia Beta Code: au)topragi/a

English (LSJ)

ἡ, free, independent action, Pl.Def.411e, Chrysipp.Stoic.3.176, Ph.2.51, Procl. in Prm.p.664S.; ἐξουσία αὐτοπραγίας Stoic.3.86.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
acción propia o debida ref. σωφροσύνη: αὐτοπραγία κατὰ φύσιν Pl.Def.411e, ὁμοίως τῆς τε αὐτοπραγίας καὶ ὀλιγοπραγμοσύνης ἀστείων ὄντων Chrysipp.Stoic.3.176
ref. ἐλευθερία: ἐξουσία αὐτοπραγίας Chrysipp.Stoic.3.86, cf. Ph.2.51
ref. δικαιοσύνη: αὐτοπραγίας ... αἰτία Procl.in Prm.855, cf. Iambl.Myst.4.5
ref. a un precepto alegórico pitagórico τοῦτο (τὸ σύμβολον) εἰς φιλοσοφίαν προτρέπει καὶ τὴν κατὰ νοῦν αὐτοπραγίαν este (precepto) impulsa a la filosofía y a la acción libre Iambl.Protr.21.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοπρᾱγία: ἡ, ἐλευθέρα, ἀνεξάρτητος ἐνέργεια, Πλάτ. Ὅροι 411E, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1043B· ἐξουσία αὐτοπραγίας ἡ ἠθικὴ ἐλευθερία τῶν Στωϊκῶν (potestas vivendi at velis, Κικ. Parad. 5. 1), Διογ. Λ. 7. 121.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
liberté ou habitude d'agir à sa guise, indépendance.
Étymologie: αὐτός, πράσσω.

Greek Monolingual

αὐτοπραγία, η (Α)
ελεύθερη, ανεξάρτητη ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -πραγία < (θ.) πραγ-, πέπραγα, παρακμ. του πράσσω (-ττω)].

Russian (Dvoretsky)

αὐτοπρᾱγία:свобода действий, независимость Plat., Plut., Diog. L.