γενειήτης
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
Greek (Liddell-Scott)
γενειήτης: -ου, ὁ, Ἰων. ἀντὶ γενειάτης.
French (Bailly abrégé)
εω (ὁ) :
ion. p. *γενειάτης;
homme ou animal barbu.
Étymologie: γενειάω.
Spanish (DGE)
-ου
• Alolema(s): dór. -ήτας Theoc.17.33
barbado Διὸς υἱόν de Heracles, Theoc.l.c., ἄρτι γ. apenas echada la barba Iul.Or.11.131a
•subst. ὁ γ. Pan, Call.Dian.90
•c. cierto matiz despect. barbudo del Diálogo personif., Luc.Bis Acc.28, cf. Rh.Pr.23
•de ciertos anim.: del salmonete (cf. γενειῆτις), Hsch.γ 239, el macho cabrío, Hsch.γ 239
•de un gallo papujado Babr.124.11.
Greek Monotonic
γενειήτης: -ου, ὁ, Ιων. αντί γενειάτης.
Russian (Dvoretsky)
γενειήτης: дор. γενειήτᾱς, ου adj. m бородатый (Διὸς υἱός Theocr.; φιλοσοφίας υἱὸς λεγόμενος Luc.; τράγος Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γενειήτης -ου γενειάς ep. gen. γενειήτεω ; Dor. acc. γενειήταν, als adj. bebaard.