εὐεργέτις
πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν → man is the measure of all things, of things which are, that they are, and of things which are not, that they are not (Protagoras fr.1)
English (LSJ)
ιδος, (parox.) fem. of εὐεργέτης, E. Alc.1058: as adjective, εὐ. ψυχή Pl.Lg.896e; ἀρετή Ph.2.164:—also εὐεργέτ-ισσα, ἡ, Demitsas Μακεδ. No.421 (Thessalonica, ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1065] ιδος, ἡ, fem. zu εὐεργέτης, die Wohlthäterinn, Eur. Alc. 1058; ψυχὴ εὐεργ. Plat. Legg. X, 896 e; Sp., wie D. Sic. 1, 2; Luc. salt. 41.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεργέτις: -ιδος, θηλ. τοῦ εὐεργέτης, Εὐρ. Ἄλκ. 1058, Πλάτ. Νόμ. 896Ε: - μεταγενέστ. εὐεργέτισ(σ)α, Memoire sur uno mission au mont Athos σ. 46.
French (Bailly abrégé)
ιδος
acc. ιν;
bienfaisante, bienfaitrice.
Étymologie: εὐεργέτης.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐεργέτις)
βλ. ευεργέτης.
Greek Monotonic
εὐεργέτις: -ιδος, θηλ. του εὐεργέτης, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐεργέτις: ιδος (acc. ιν) ἡ благодетельница Eur., Plat., Diod., Luc., Plut.