κατάβα

From LSJ
Revision as of 11:04, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάβα Medium diacritics: κατάβα Low diacritics: κατάβα Capitals: ΚΑΤΑΒΑ
Transliteration A: katába Transliteration B: kataba Transliteration C: katava Beta Code: kata/ba

English (LSJ)

for κατάβηθι, aor.2 imper. of καταβαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

κατάβα: ἀντὶ κατάβηθι, προστ. ἀορ. β΄ τοῦ καταβαίνω.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. ao.2 att. de καταβαίνω.

Greek Monolingual

(I)
κατάβα(ν) και κατέβα, τὸ (Μ)
κατέβασμα, κάθοδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη προστ. αορ. του καταβαίνω.
(II)
κατάβα (Α)
(ποιητ. τ. β' εν. προσ. προστ. αορ. β' αντί κατάβηθι)
κατέβα.

Greek Monotonic

κατάβα: αντί κατάβηθι, προστ. αορ. βʹ του καταβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

κατάβᾱ: Arph. (= κατάβηθι) 2 л. imper. aor. 2 к καταβαίνω.