κατήκω
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
Ion. for καθήκω.
German (Pape)
[Seite 1400] ion. = καθήκω.
Greek (Liddell-Scott)
κατήκω: Ἰων. ἀντὶ τοῦ καθήκω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. καθήκω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κατήκω: Ιων. αντί καθήκω.
Russian (Dvoretsky)
κατήκω: ион. = καθήκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατήκω Ion. voor καθήκω.