κλεψίχωλος

From LSJ
Revision as of 01:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεψίχωλος Medium diacritics: κλεψίχωλος Low diacritics: κλεψίχωλος Capitals: ΚΛΕΨΙΧΩΛΟΣ
Transliteration A: klepsíchōlos Transliteration B: klepsichōlos Transliteration C: klepsicholos Beta Code: kleyi/xwlos

English (LSJ)

ον, disguising lameness, Luc.Ocyp. 33.

German (Pape)

[Seite 1449] das Hinken verbergend, unmerklich hinkend, Luc. Ocyp. 33.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψίχωλος: -ον, κρύπτων τὴν χωλότητα αὐτοῦ, Λουκ. Ὠκύπ. 33.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dissimule sa boiterie.
Étymologie: κλέπτω, χωλός.

Greek Monolingual

κλεψίχωλος, -ον (Α)
αυτός που κρύβει τη χωλότητά του, αυτός που χωλαίνει ανεπαίσθητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -χωλος (< χωλός), πρβλ. αμφοτερό-χωλος, κατά-χωλος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλεψίχωλος -ον [κλέπτω, χωλός] de mankheid verbergend.

Russian (Dvoretsky)

κλεψίχωλος: (ῐ) скрывающий свою хромоту Luc.