κατθέμεν
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
v. κατατίθημι.
Greek (Liddell-Scott)
κατθέμεν: κάτθεμεν, κάτθετε, κάτθεσαν, κατθέμεθα, κατθέσθην, κατθέμενοι, κάτθεο, ἴδε ἐν λ. κατατίθημι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 épq. sync. de κατατίθημι.
English (Autenrieth)
see κατατίθημι.
Russian (Dvoretsky)
κατθέμεν: эп. inf. к κατατίθημι.