μολπάζω
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
sing of, τινα Ar.Ra.380 (lyr.), Hermesian.7.77.
German (Pape)
[Seite 200] = μέλπω, besingen; τῇ φωνῇ, Ar. Ran. 379; Hermesian. 77 bei Ath. XIII, 598 e.
Greek (Liddell-Scott)
μολπάζω: μέλπω, Λατ. canere, τι Ἀριστ. Βάτρ. 379, Ἑρμησιάν. 5. 77.
French (Bailly abrégé)
chanter.
Étymologie: μολπή.
Greek Monolingual
μολπάζω (Α) μολπή
μέλπω, ψάλλω, τραγουδώ.
Greek Monotonic
μολπάζω: μόνο στον ενεστ., τραγουδώ, Λατ. canere, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μολπάζω: воспевать (τὴν Σώτειραν τῇ φωνῇ Arph.).