ξιφιστήρ

From LSJ
Revision as of 05:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφιστήρ Medium diacritics: ξιφιστήρ Low diacritics: ξιφιστήρ Capitals: ΞΙΦΙΣΤΗΡ
Transliteration A: xiphistḗr Transliteration B: xiphistēr Transliteration C: ksifistir Beta Code: cifisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, sword-belt, PCair. Zen35.2 (iii B.C.). Plu.Pomp.42, Hld.9.23.

German (Pape)

[Seite 280] ῆρος, ὁ, = Folgdm; Plut. Pomp. 42; Heliod. 9, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφιστήρ: ῆρος, ὁ, τελαμὼν ξίφους, Πλουτ. Πομπ. 42, Ἡλιόδ. 9. 23.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
baudrier.
Étymologie: ξίφος.

Greek Monolingual

ξιφιστήρ, ὁ (Α)
λωρίδα από την οποία κρεμούσαν το ξίφος, ζωστήρας ξίφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. βραχιονισ-τήρ, κορυφισ-τήρ) ή απευθείας από ξίφος.

Greek Monotonic

ξῐφιστήρ: -ῆρος, ὁ (ξίφος), ζώνη, ζωστήρας (τελαμών), όπου προσδένεται το ξίφος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ξῐφιστήρ: ῆρος ὁ перевязь или ножны для меча Plut.

Middle Liddell

ξῐφιστήρ, ῆρος, ὁ, ξίφος
a sword-belt, Plut.