μισολάκων
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
[ᾰ], ωνος, ὁ, Laconian-hater, Ar.V.1165.
German (Pape)
[Seite 191] ωνος, die Lakonier hassend, Ar. Vesp. 1165.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσολάκων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, ὁ μισῶν τοὺς Λάκωνας, Ἀριστοφ. Σφ. 1165.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
qui hait les Lacédémoniens.
Étymologie: μισέω, Λάκων.
Greek Monolingual
μισολάκων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που μισεί τους Λάκωνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + Λάκων.
Greek Monotonic
μῑσολάκων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, αυτός που μισεί τους Λάκωνες, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μῑσολάκων: ωνος (ᾰ) ὁ ненавистник лакедемонян Arph.
Middle Liddell
μῑσο-λᾰ́κων, ωνος, ὁ,
a Laconian-hater, Ar.