κραδία
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
ἡ, Dor. for κραδίη, also in Trag.; v. καρδία.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰδία: ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κραδίη, ὡσαύτως παρὰ Τραγ.· ἴδε ἐν λέξ. καρδία.
French (Bailly abrégé)
poét. c. καρδία.
English (Slater)
κρᾰδία (cf. καρδία.) heart met. εὐθὺς δ' ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον (Er. Schmid: καρδία codd.) (N. 1.54) ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Tric.: καρδίᾳ codd.) (N. 11.10)
Greek Monolingual
κραδία, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) η καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρδία].
Greek Monotonic
κρᾰδία: ἡ, Δωρ. αντί κραδίη, που είναι Επικ. αντί καρδία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κραδία, κραδίη zie καρδία.