πασσάμενος
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
πάσσασθαι, v. πατέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
πασσάμενος: πάσσασθαι, ἴδε ἐν λέξ. πατέομαι.
French (Bailly abrégé)
part. ao. Moy. poét. de πατέω².
Greek Monotonic
πασσάμενος: Επικ. αντί πᾰσαμένος, μτχ. αορ. αʹ του πατέομαι· πάσσασθαι, απαρ.
Russian (Dvoretsky)
πασσάμενος: part. к πατέομαι I.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πασσάμενος ptc. aor. med. van πατέομαι