σοὔνεκα
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
Att. crasis for σοῦ ἕνεκα, S.Ph.554 (Aurat. σοῦ νέα).
German (Pape)
[Seite 913] zsgzgn statt σοῦ ἕνεκα, Soph. Phil. 550.
Greek (Liddell-Scott)
σοὔνεκα: κατ’ Ἀττ. κρᾶσιν ἀντὶ τοῦ σοῦ ἕνεκα, Σοφ. Φιλ. 554 (Aurat. σοῦ νέα).
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
Α
αττ. κράση αντί του σοῦ ἕνεκα.
Greek Monotonic
σοὔνεκα: κράση του σοῦ ἕνεκα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
σοὔνεκα: in crasi Soph. = σοῦ ἕνεκα.