σφετεριστής

From LSJ
Revision as of 19:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφετεριστής Medium diacritics: σφετεριστής Low diacritics: σφετεριστής Capitals: ΣΦΕΤΕΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: spheteristḗs Transliteration B: spheteristēs Transliteration C: sfeteristis Beta Code: sfeteristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, appropriator, opp. ἐπίτροπος, Id.Pol.1315b2.

Greek (Liddell-Scott)

σφετεριστής: ὁ, ὁ οἰκειοποιούμενος ἀλλότριον· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπίτροπος, μὴ σφετεριστὴν ἀλλ’ ἐπίτροπον Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 33.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui s'approprie le bien d'autrui.
Étymologie: σφετερίζω.

Greek Monolingual

ο, NMA και θηλ. σφετερίστρια Ν σφετερίζομαι
αυτός που οικειοποιείται παράνομα ξένο πράγμα.

Greek Monotonic

σφετεριστής: ὁ, αυτός που οικειοποιείται κάτι που δεν του ανήκει, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

σφετεριστής: οῦ ὁ захватчик Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφετεριστής -οῦ, ὁ [σφετερίζω] iemand die zich (iets) toe-eigent.

Middle Liddell

σφετεριστής, οῦ, ὁ, [from σφετερίζω
an appropriator, Arist.