ταυρόμορφος

From LSJ
Revision as of 10:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρόμορφος Medium diacritics: ταυρόμορφος Low diacritics: ταυρόμορφος Capitals: ΤΑΥΡΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: taurómorphos Transliteration B: tauromorphos Transliteration C: tavromorfos Beta Code: tauro/morfos

English (LSJ)

ον, bull-formed, ὄμμα Κηφισοῦ E.Ion1261, cf. Ph.2.160, Ath.11.476a; κάνθαρος τ. PMag.Par.1.65.

German (Pape)

[Seite 1074] von Stiergestalt; ὄμμα πατρὸς ταυρόμορφον, Eur. Ion 1261; Lycophr. 1299.

Greek (Liddell-Scott)

ταυρόμορφος: -ον, ὁ ἐσχηματισμένος ὡς ταῦρος, ἔχων μορφὴν ταύρου, ὄμμα Κηφισσοῦ Εὐρ. Ἴων. 1261, πρβλ. Ἀθήν. 476Λ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à forme de taureau.
Étymologie: ταῦρος, μορφή.

Spanish

tauriforme, que tiene forma de toro

Greek Monolingual

-η, -ο / ταυρόμορφος, -ον, ΝΑ, και ταυρεόμορφος, -ον, Α
αυτός που έχει μορφή ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατό-μορφος].

Greek Monotonic

ταυρόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει μορφή ταύρου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ταυρόμορφος: быкообразный (ὄμμοι Κηφισοῦ Eur.).

Middle Liddell

ταυρό-μορφος, ον, μορφή
bull-formed, Eur.