φιλόλουτρος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ον, A fond of bathing, ib.66, Arist.HA605a12. 2 of an eyesalve, suitable for the bath, ἔστι δὲ φ., ὅθεν ἐγχρίσας κέλευε λούεσθαι Aët.7.102.
German (Pape)
[Seite 1282] das Bad, das Baden liebend, sich gern badend; Hippocr.; Arist. H. A. 8. 24; Ael. H. A. 5, 29.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόλουτρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸ λουτρόν, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 395, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime à se baigner.
Étymologie: φίλος, λουτρόν.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που του αρέσει να πλένεται
2. (για αλοιφή για τα μάτια) κατάλληλος για λουτρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -λουτρος (< λουτρόν)].
Russian (Dvoretsky)
φιλόλουτρος: любящий купаться Arst.