ἀναφορέω

From LSJ
Revision as of 13:14, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφορέω Medium diacritics: ἀναφορέω Low diacritics: αναφορέω Capitals: ΑΝΑΦΟΡΕΩ
Transliteration A: anaphoréō Transliteration B: anaphoreō Transliteration C: anaforeo Beta Code: a)nafore/w

English (LSJ)

= ἀναφέρω 1, but used in a frequentat. sense, Hdt.3.102,III, Th.4.115.

Spanish (DGE)

1 llevar hacia arriba, subir καὶ ὕδατος ἀμφορέας πολλοὺς καὶ πίθους ἀνεφόρησαν Th.4.115.
2 sacar, excavar οἱ μύρμηκες ... τὴν ψάμμον Hdt.3.102.

German (Pape)

[Seite 214] = ἀναφέρω 1), Her. 3, 102 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφορέω: ἀναφέρω Ι, ἀναβιβάζω, ἀλλ’ ἐν χρήσει μετὰ θαμιστικῆς ἐννοίας, οἱ μύρμηκες ποιεύμενοι οἴκησιν ὑπὸ γῆν ἀναφορέουσι τὴν ψάμμον Ἡρόδ. 3. 102, 111, Θουκ. 4. 115.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
porter en haut.
Étymologie: ἀναφορά.

Greek Monotonic

ἀναφορέω: θαμιστικό του ἀναφέρω I, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναφορέω: Her., Thuc. frequ. к ἀναφέρω.

Middle Liddell

[Frequent. of ἀναφέρω Ι, Hdt., Thuc.]