ἀπόστα
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
for ἀπόστηθι, aor. 2 imper. of ἀφίστημι.
Spanish (DGE)
v. ἀφίστημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόστα: ἀντὶ ἀπόστηθι, προστ. ἀορ. β΄ τοῦ ἀφίστημι.
French (Bailly abrégé)
v. ἀφίστημι.
Greek Monolingual
κ. ξαπόστα επίρρ. [ιταλ. a posta]
επίτηδες, εσκεμμένα.
Greek Monotonic
ἀπόστα: αντί ἀπόστηθι, προστ. αορ. βʹ του ἀφίστημι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόστα: (= ἀπόστηθι) imper. aor. 2 к ἀφίστημι.