ἐξαλαόω
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
A blind utterly, υἱὸν φίλον Od.11.103; ὀφθαλμὸν . . τὸν ἀνὴρ κακὸς ἐξαλάωσεν put it quite out .., 9.453, cf. 504. 2 make blind and useless, ὅλον δέμας Opp.C.3.228.
Spanish (DGE)
(ἐξᾰλᾰόω)
cegar, sólo en aor. dejar ciego υἱὸν φίλον Od.11.103, ὀφθαλμὸν ... τὸν ἀνὴρ κακὸς ἐξαλάωσε Od.9.453, cf. 504, δοιοὺς ... γόνους Orph.A.672, ὅλον δέμας Opp.C.3.228
•fig. destruir λώβην δ' ἐξαλάωσα ... Ἰσραήλου David refiriéndose a Goliath, Apoll.Met.Ps.151.17.
German (Pape)
[Seite 866] gänzlich blind machen, blenden, τινά, Od. 11, 103. 13, 343; ὀφθαλμόν 9, 453. 504 u. sp. D., wie Orph. Arg. 670; ὅλον δέμας, kastriren, Opp. Cyn. 3, 228.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰλαόω: ἐκτυφλόω, υἱὸν φίλον ἐξαλάωσας Ὀδ. Λ. 103, Ν. 343· ὡσαύτως, ὀφθαλμόν..., τὸν ἀνὴρ κακὸς ἐξαλάωσεν, ἐξέβαλεν ἐντελῶς, Ὀδ. Ι. 453, 504· καθιστῶ τυφλὸν καὶ ἄχρηστον, ὅλον δέμας Ὀππ. Κ. 3. 228.
French (Bailly abrégé)
-αῶ;
ao. 3ᵉ sg. poét. ἐξαλάωσε, inf. ἐξαλαῶσαι;
rendre tout à fait aveugle, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀλαόω.
English (Autenrieth)
(ἀλαός), aor. ἐξαλάωσα: blind completely. (Od.)
Greek Monotonic
ἐξᾰλαόω: μέλ. -ώσω,
I. τυφλώνω ολοκληρωτικά, σε Ομήρ. Οδ.
II. εξορύσσω, βγάζω το μάτι τελείως έξω, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰλαόω: совершенно ослеплять (τινα Hom.): τὸν ὀφθαλμὸν ἐξαλαῶσαι Hom. выколоть глаз.
Middle Liddell
fut. ώσω
I. to blind utterly, Od.
II. to put an eye quite out, Od.