ἐπάρμενος
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
v. ἐπαραρίσκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάρμενος: ἴδε τὸ ῥῆμα ἐπαραρίσκω.
French (Bailly abrégé)
v. *ἐπαραρίσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάρμενος: sync. part. aor. med. к *ἐπαραρίσκω.