ἐξαμαύρωσις

From LSJ
Revision as of 16:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰμαύρωσις Medium diacritics: ἐξαμαύρωσις Low diacritics: εξαμαύρωσις Capitals: ΕΞΑΜΑΥΡΩΣΙΣ
Transliteration A: examaúrōsis Transliteration B: examaurōsis Transliteration C: eksamayrosis Beta Code: e)camau/rwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, disappearing, μετάλλων Plu.2.434a (pl.).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ desaparición τῶν μετάλλων Plu.2.434a.

German (Pape)

[Seite 867] ἡ, die gänzliche Schwächung, das Aufhören, μετάλλων Plut. def. or. 43.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαμαύρωσις: -εως, ἔκλειψις, ἐντελὴς ἐξαφάνισις πράγματός τινος, καὶ μετάλλων ἴσμεν ἐξαμαυρώσεις γεγονέναι καινὰς Πλούτ. 434Β.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
obscurcissement ; disparition.
Étymologie: ἐξ, ἀμαυρόω.

Greek Monolingual

ἐξαμαύρωσις, η (Α) εξαμαυρῶ
πλήρης εξαφάνιση, πλήρης ἔλλειψη
(«μετάλλων ἴσμεν ἐξαμαυρώσεις», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰμαύρωσις: εως ἡ pl. исчезновение, истощение (sc. τῶν μετάλλων Plut.).