ἐπωφελία
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ἡ, = ἐπωφέλεια, AP6.33 (Maec.).
German (Pape)
[Seite 1016] ἡ, = ἐπωφέλεια, Qu. Maec. 7 (VI, 33).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπωφελία: ἡ, = ἐπωφέλεια, Ἀνθ. Π. 6. 33.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
secours, avantage, utilité.
Étymologie: ἐπωφελέω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἐπωφελία: ἡ, βοήθεια, αρωγή, συνδρομή, όφελος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπωφελία: ἡ Anth. = ἐπωφέλεια.