ἔξεσις Search Google

From LSJ
Revision as of 08:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξεσις Medium diacritics: ἔξεσις Low diacritics: έξεσις Capitals: ΕΞΕΣΙΣ
Transliteration A: éxesis Transliteration B: exesis Transliteration C: eksesis Beta Code: e)/cesis

English (LSJ)

εως, ἡ, dismissal, divorce, γυναικός Hdt.5.40.

German (Pape)

[Seite 879] ἡ, dasselbe, γυναικός, Ehescheidung, Her. 5, 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξεσις: -εως, ἡ, ἀπόπεμψις γυναικός, ἤτοι διαζύγιον, Ἡρόδ. 5. 40.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
répudiation.
Étymologie: ἐξίημι.

Greek Monolingual

ἔξεσις, η (Α)
αποπομπή γυναίκας, διαζύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + έσις (< ίημι)].

Greek Monotonic

ἔξεσις: -εως, ἡ (ἐξίημι), απόρριψη, αποπομπή, διαζύγιο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἔξεσις: εως, ион. ιος ἡ ἐξίημι отсылка, изгнание: ἔ. τῆς γυναικός Her. развод с женой.

Middle Liddell

ἔξεσις, εως ἐξίημι
a dismissal, divorce, Hdt.