ὁριστός
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
English (LSJ)
ή, όν, A definable, Arist.Metaph. 998b6, Plu.2.720b, A.D.Pron.27.18,al. 2 of land, delimited, Abh. Berl.Akad.1925(5).21 (Cyrene).
Greek (Liddell-Scott)
ὁριστός: -ή, -όν, οὗ δύναταί τις νὰ δώσῃ τὸν ὁρισμόν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 3, Πλούτ. 2. 720Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
déterminé, défini ; qu’on peut déterminer, définir.
Étymologie: ὁρίζω.
Greek Monolingual
ὁριστός, -ή, -όν (Α) ορίζω
1. αυτός που είναι δεκτικός ορισμού, που μπορεί να οριστεί
2. (για κτήμα) καθορισμένο με όρια, οριοθετημένο.
Russian (Dvoretsky)
ὁριστός: определяемый, определенный: οἱ ὁρισμοὶ καὶ τὰ ὁριστά Arst. определения и их содержания.