πολύθρηνος

From LSJ
Revision as of 08:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύθρηνος Medium diacritics: πολύθρηνος Low diacritics: πολύθρηνος Capitals: ΠΟΛΥΘΡΗΝΟΣ
Transliteration A: polýthrēnos Transliteration B: polythrēnos Transliteration C: polythrinos Beta Code: polu/qrhnos

English (LSJ)

ον, A much-wailing, αἰών A.Ag.714 (lyr.); ὕμνος ib.711 (lyr.); π. Ἀλκυών Luc.Halc.1; π. ὑάκινθος Nic.Th.902. II much-lamented, παιδίον Him.Or.23.20 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 663] von od. mit vielen Thränen, thränenreich; ὕμνος, Aesch. Ag. 694; αἰών, 696; καὶ πολύδακρυς, Luc. Halc. 1; Nic. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se lamente beaucoup, plaintif ; en parl. d'un chant très plaintif.
Étymologie: πολύς, θρῆνος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύθρηνος: -ον, ὁ πολὺ θρηνῶν, αἰὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 714· ὕμνος αὐτόθι 711· π. Ἀλκυὼν Λουκ. Ἀλκ. 1· π. ὑάκινθος Νικ. Θηρ. 902.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς θρήνους, από πολλά δάκρυα («πολύθρηνον αἰῶν», Αισχύλ.)
2. πολυθρήνητος («πολυθρηνότερον παιδίον», Ιμέρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + θρῆνος (πρβλ. αξιό-θρηνος)].

Greek Monotonic

πολύθρηνος: -ον, εξαιρετικά θρηνητικός, κλαψιάρικος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πολύθρηνος: весьма жалобный, горестный, скорбный (ὕμνος Aesch.; Ἀλκυών Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύθρηνος -ον [πολύς, θρῆνος] rijk aan weeklachten, jammerlijk.

Middle Liddell

πολύ-θρηνος, ον,
much-wailing, Aesch.