προσαφίστημι

Revision as of 08:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

A cause to revolt besides, Th.4.117. II Pass., become separated from, c. gen., Heliod. ap. Orib.46.22.5, Archig.ib.46.26.3.

German (Pape)

[Seite 753] (s. ἵστημι), Andere noch dazu abtrünnig machen, προσαποστῆσαι Thuc. 4, 117; med. noch dazu abtrünnig werden od. abfallen.

French (Bailly abrégé)

f. προσαποστήσω, ao. προσαπέστησα, etc.
solliciter en outre à la défection, chercher à corrompre ou à soulever.
Étymologie: πρός, ἀφίστημι.

Greek (Liddell-Scott)

προσαφίστημι: κινῶ προσέτι εἰς ἀποστασίαν, Θουκ. 4. 117.

Greek Monolingual

Α
1. κινώ κάποιον ακόμη σε αποστασία («νομίσαντες Ἀθηναῖοι μὲν οὐκ ἂν ἔτι τὸν Βρασίδαν σφῶν προσαποστῆσαι» — επειδή θεώρησαν οι Αθηναίοι ότι δεν θα μπορούσε ο Βρασίδας να κινήσει και άλλους σε αποστασία εναντίον τους, Θουκ.)
2. παθ. προσαφίσταμαι
χωρίζομαι από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀφίστημι «αποστατώ»].

Greek Monotonic

προσαφίστημι: προκαλώ επιπλέον αποστασία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προσαφίστημι: (inf. aor. προσαποστῆσαι) склонять еще к отпадению (τινά τινος Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αφίστημι causat. ( aor. inf. προσαποστῆσαι ) verdere afvalligheid bewerken van (iem.) tegen (iem.), ook in opstand brengen tegen, met acc. en gen.: νομίσαντες... οὐκ ἂν ἔτι τὸν Βρασίδαν σφῶν προσαποστῆσαι οὐδέν omdat (de Atheners) dachten dat Brasidas geen stad meer tot opstand tegen hen zou kunnen brengen Thuc. 4.117.1.

Middle Liddell


to cause to revolt besides, Thuc.