ζατρεφής

Revision as of 19:56, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ές, (τρέφω) Ep. Adj. well-fed, fat, goodly, ταύρων ζατρεφέων Il.7.223; Φώκας ζατρεφέας Od.4.451.

German (Pape)

[Seite 1136] ές, wohlgenährt, stark, fett, ταῦρος Il. 6, 223, φῶκαι Od. 4, 451, u. sonst.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
bien nourri, robuste.
Étymologie: ζα-, τρέφω.

Greek (Liddell-Scott)

ζατρεφής: -ές, (τρέφω) ἐπ. ἐπίθ., καλῶς τεθραμμένος, παχύς, ταύρων ζατρεφέων Ἰλ. Η. 223· φώκας ζατρεφέας Ὀδ. Δ. 451.

English (Autenrieth)

ές (τρέφω): highly fed, fat, sleek.

Greek Monolingual

ζατρεφής, -ές (Α)
καλοθρεμμένος, παχύς («ταύρων ζατρεφέων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. αρτιτρεφής, πολυτρεφής].

Greek Monotonic

ζᾰτρεφής: -ές (τρέφω), καλοταϊσμένος, καλοθρεμμένος, παχουλός, ευτραφής, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζατρεφής -ές [ζα-, τρέφω] van dieren weldoorvoed.

Russian (Dvoretsky)

ζατρεφής: упитанный, откормленный, тучный (ταῦρος, φώκη Hom.).

Middle Liddell

ζᾰ-τρεφής, ές τρέφω
well-fed, fat, goodly, Hom.