κομμώτρια

From LSJ
Revision as of 22:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομμώτρια Medium diacritics: κομμώτρια Low diacritics: κομμώτρια Capitals: ΚΟΜΜΩΤΡΙΑ
Transliteration A: kommṓtria Transliteration B: kommōtria Transliteration C: kommotria Beta Code: kommw/tria

English (LSJ)

ἡ, fem. of κομμωτής, dresser, tirewoman, Ar.Ec.737, Pl.R.373c, Jul. Caes.335b.

German (Pape)

[Seite 1479] ἡ, fem. zu κομμωτής, die Schmückerinn, das Kammermädchen, welches die Herrinn schmücken u. putzen muß, Ar. Eccl. 737, Plat. Rep. II, 373 c; nach Moeris der attische Ausdruck für das hellenistische ἐμπλέκτρια; vgl. Jacobs zur Anth. 2, 3 p. 62.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
femme de chambre.
Étymologie: κομμόω.

Greek (Liddell-Scott)

κομμώτρια: ἡ, θηλ. τοῦ κομμωτής, ἡ καλλωπίστρια, ἡ ἐπὶ τοῦ κτενίσματος ὑπηρέτρια, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 737, Πλάτ. Πολ. 373C.

Greek Monolingual

η (AM κομμώτρια)
βλ. κομμωτής.

Greek Monotonic

κομμώτρια: ἡ, θηλ. του κομμωτής, καλλωπίστρια, η υπηρέτρια που ήταν υπεύθυνη για το χτένισμα, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομμώτρια -ας, ἡ [κομμωτής] kleedster; kapster.

Russian (Dvoretsky)

κομμώτρια:служанка (ведающая туалетом своей госпожи), камеристка, горничная Arph., Plat.

Middle Liddell

κομμώτρια, ἡ, [fem. of κομμωτής
a dresser, tirewoman, Ar., Plat.