κελαινώψ
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ, swarthy, Κόλχοι Pi.P.4.212.
German (Pape)
[Seite 1414] ῶπος, dasselbe, κελαινώπεσσι Κόλχοισιν, den schwarzen, Pind. P. 4, 212.
Greek (Liddell-Scott)
κελαινώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., Πινδ. Π. 4. 377.
English (Slater)
κελαινώψ swarthy faced κελαινώπεσσι Κόλχοισιν (P. 4.212)
Greek Monolingual
κελαινώψ, ὁ, ἡ (Α)
κελαινώπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -ώψ (< ὤψ, ὠπός: «όψη»), πρβλ. τυφλώψ, φοβερώψ].
Greek Monotonic
κελαινώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Πίνδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελαινώψ -ῶπος donker.
Russian (Dvoretsky)
κελαινώψ: ῶπος adj. смуглолицый, смуглый (Κόλχοι Pind.).
Middle Liddell
κελαιν-ώψ, ῶπος, = κελαινώπας, Pind.]