κομψευριπικῶς

From LSJ
Revision as of 22:32, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομψευρῑπικῶς Medium diacritics: κομψευριπικῶς Low diacritics: κομψευριπικώς Capitals: ΚΟΜΨΕΥΡΙΠΙΚΩΣ
Transliteration A: kompseuripikō̂s Transliteration B: kompseuripikōs Transliteration C: kompsevripikos Beta Code: komyeuripikw=s

English (LSJ)

Adv. with Euripides-quibbles (shortd. from κομψευριπιδικῶς), Ar.Eq.18.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec une élégance digne d'Euripide.
Étymologie: κομψός, Εὐριπίδης.

Greek (Liddell-Scott)

κομψευρῑπικῶς: Ἐπίρρ., μὲ κομψεύματα Εὐριπίδου (συγκεκομμένον ἐκ τοῦ κομψευριπιδικῶς, ὅπερ ἦν ἡ ἀρχαία γραφή, Ἀριστοφ. Ἱππ. 18.

Greek Monolingual

κομψευριπικῶς και κομψευριπιδικῶς (Α)
επίρρ. με κομψεύματα του Ευριπίδη, με κομψολογήματα («εἴποιμ' ἂν αὐτὸ δῆτα κομψευριπικῶς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψευριπιδικῶς, με απλολογία (< κομψός + Ευριπίδης)].

Greek Monotonic

κομψευρῑπικῶς: επίρρ., με τα κομψεύματα του Ευριπίδη (συντετμ. από το κομψευριπιδικῶς, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομψευριπικῶς [κομψός, Εὐριπίδης] adv., met Euripideïsche spitsvondigheid.

Russian (Dvoretsky)

κομψευρῑπικῶς: [из *κομψευριπιδικῶς от κομψός + Εὐριπίδης ирон. с эврипидовским изяществом (εἰπεῖν Arph.).

Middle Liddell


with Euripides-prettinesses (shortened from κομψευριπιδικῶσ), Ar.