κιχλισμός

From LSJ
Revision as of 22:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιχλισμός Medium diacritics: κιχλισμός Low diacritics: κιχλισμός Capitals: ΚΙΧΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kichlismós Transliteration B: kichlismos Transliteration C: kichlismos Beta Code: kixlismo/s

English (LSJ)

ὁ, tittering, giggling, Ar.Nu.1073 (pl., v.l. καχασμῶν), cf.AB271.

German (Pape)

[Seite 1444] ὁ, das Krammetsvögelspeisen, -schmausen, Ar. Nubb. 1073, neben ὄψων, πότων, wo Andere es übersetzen »lachen«; vgl. B. A. 271, 30.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
éclat de rire.
Étymologie: κιχλίζω¹.

Greek (Liddell-Scott)

κιχλισμός: ὁ, ἠλίθιος γέλως, καγχασμός, Κλήμ. Ἀλ. 196 (ἐντεῦθεν κιχλιασμός), Α. Β. 271· διάφ. γραφὴ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1073 ἀντὶ καχασμός· πρβλ κιχλίζω. Καθ’ Ἡσύχ.: «κιχλισμός· γέλως σφοδρὸς» (αἰσχρὸς γέλως μετὰ ἀταξίας).

Greek Monolingual

κιχλισμός, ὁ (Α) κιχλίζω
ηχηρό και σαρκαστικό γέλιο, καγχασμός («ἡδονῶν θ' ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσθαι, παίδων, γυναικῶν, κοττάβων, ὄψων, πότων, κιχλισμῶν», Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

κιχλισμός:κιχλίζω II] поедание дроздов, по друг. κιχλίζω I] смех, хохот Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιχλισμός -οῦ, ὁ [κιχλίζω] gegiechel.