πάγεν
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
v. πήγνυμι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. épq. ao.2 Pass. de πήγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
πάγεν: γ΄ πληθ. τοῦ παθ. ἀορ. β΄ τοῦ πήγνυμι.
English (Autenrieth)
see πήγνῦμι.
Greek Monotonic
πάγεν: Επικ. αντί ἐπάγησαν, γʹ πληθ. μτχ. αορ. βʹ του πήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
πάγεν: эп. (= ἐπάγησαν) 3 л. pl. aor. pass. к πήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάγεν ep. indic. aor. pass. 3 plur. van πήγνυμι.