ἀλείς
From LSJ
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
English (LSJ)
εῖσα, έν, v. εἴλω.
Spanish (DGE)
v. εἴλω.
German (Pape)
[Seite 92] εῖσα, έν, aor. zu εἴλω.
French (Bailly abrégé)
εῖσα, έν;
part. ao.2 Pass. de εἴλλω ou de εἵλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλείς: εῖσα, έν, ἴδε ἐν λ. εἴλω ΙΙΙ.
English (Autenrieth)
see εἴλω.
Greek Monotonic
ἀλείς: -εῖσα, -έν, μτχ. Παθ. αορ. βʹ του εἴλω· βλ. εἴλω II.
Russian (Dvoretsky)
ἀλείς: εῖσα, έν эп. part. pass. к εἴλλω.