Αἰγυπτιακός
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
ή, όν, of or for the Egyptians, Ath.4.15oc, etc.: Αἰγυπτιακά, τά, title of works by Hellanicus and others, Id.15.679f, etc.; by Manetho, J. Ap.1.14.
Spanish (DGE)
-ή, -ον
1 egipcio, propio de los egipcios γένος D.S.1.55, cf. Ath.150c, πρόσωπον POxy.237.7.34 (II d.C.), διαλαλιά Mitteis Chr.319.69 (VI d.C.)
•subst. τὸ Αἰ. lo egipcio, el carácter o forma de ser de los egipcios Ph.1.310, 2.519
•plu. τὰ Αἰγυπτιακά Cuestiones Egipcias tít. de obras de Manetón, I.Ap.1.74, y de otra de Helánico, Ath.679f.
2 adv. -ῶς en lengua egipcia συνεγράψατο ... Ἑλληνικῶς τε καὶ Αἰ. Epiph.Const.Haer.67.3.7, cf. Heph.Astr.Epit.4.20.1, Sch.A.Pr.805H.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. Αἰγύπτιος.
Greek (Liddell-Scott)
Αἰγυπτιακός: ή, όν ἀνήκων εἰς ἢ ἐπιτήδειος διὰ τοὺς Αἰγυπτίους, Πλουτ. κτλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.
Greek Monotonic
Αἰγυπτιακός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Αιγυπτίους, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
Αἰγυπτιακός: Plut. = Αἰγύπτιος I.
Middle Liddell
of or for the Egyptians, Plut., etc.