δυσπρόσμαχος

From LSJ
Revision as of 19:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπρόσμᾰχος Medium diacritics: δυσπρόσμαχος Low diacritics: δυσπρόσμαχος Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΜΑΧΟΣ
Transliteration A: dysprósmachos Transliteration B: dysprosmachos Transliteration C: dysprosmachos Beta Code: duspro/smaxos

English (LSJ)

ον, hard to attack, Plu.Tim.21.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de asaltar, inexpugnable de lugares, Plu.Tim.21.

German (Pape)

[Seite 688] schwer zu bekämpfen, Plut. Timol. 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à combattre.
Étymologie: δυσ-, προσμάχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσμᾰχος: -ον, δυσκόλως προσβαλλόμενος, Πλούτ. Τιμολ. 21.

Greek Monolingual

δυσπρόσμαχος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα πολεμάται.

Greek Monotonic

δυσπρόσμᾰχος: -ον (προσμάχομαι), αυτός που δύσκολα προσβάλλεται, αυτός στον οποίο δύσκολα επιτίθεται κάποιος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπρόσμᾰχος: трудный для завоевания или взятия, недоступный (μέρη τῆς πόλεως Plut.).

Middle Liddell

δυσ-πρόσμᾰχος, ον προσμάχομαι
hard to attack, Plut.