εὐπερίοπτος
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
ον, easily slighted, despicable, ἀρχή Plb.Fr.157.
German (Pape)
[Seite 1088] ringsherum sichtbar, Pol. frg. bei Suid.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπερίοπτος: -ον, = εὐκαταφρόνητος, Πολυβ. Ἀποσπ. 30.
Greek Monolingual
εὐπερίοπτος, -ον (Α)
ευκαταφρόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-οπτος «καταφανής, εξέχων», με σημασιολ. επίδραση επιθέτων αντίστοιχης σημασίας (π.χ. ευκαταφρόνητος)].
Russian (Dvoretsky)
εὐπερίοπτος: тот, которым легко пренебречь, достойный презрения Polyb.