καυσόομαι
From LSJ
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
German (Pape)
[Seite 1408] an großer Hitze, bes. Fieberhitze leiden, Sp.; in Brand gerathen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
καυσόομαι: Παθ., καίομαι μὲ ὑπερβολικὴν θερμότητα, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 10 καὶ 12. ΙΙ. ὑποφέρω ἐκ καύσου (ΙΙ), «καυσώνω» ἢ «καψώνω» ἡ συνήθεια, Διοσκ. 2. 162, Γαλην.
Greek Monotonic
καυσόομαι: Παθ., καίγομαι με υπερβολική ζέστη, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
καυσόομαι: воспламеняться, гореть (στοιχεῖα καυσούμενα NT).