κραδία

From LSJ
Revision as of 22:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰδία Medium diacritics: κραδία Low diacritics: κραδία Capitals: ΚΡΑΔΙΑ
Transliteration A: kradía Transliteration B: kradia Transliteration C: kradia Beta Code: kradi/a

English (LSJ)

ἡ, Dor. for κραδίη, also in Trag.; v. καρδία.

French (Bailly abrégé)

poét. c. καρδία.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰδία: ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κραδίη, ὡσαύτως παρὰ Τραγ.· ἴδε ἐν λέξ. καρδία.

English (Slater)

κρᾰδία (cf. καρδία.) heart met. εὐθὺς δ' ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον (Er. Schmid: καρδία codd.) (N. 1.54) ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Tric.: καρδίᾳ codd.) (N. 11.10)

Greek Monolingual

κραδία, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) η καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρδία].

Greek Monotonic

κρᾰδία: ἡ, Δωρ. αντί κραδίη, που είναι Επικ. αντί καρδία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραδία, κραδίη zie καρδία.

Russian (Dvoretsky)

κραδία: эп.-ион. κραδίη ἡ Hom., Trag. = καρδία.