λιγυπνείων
From LSJ
φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find
German (Pape)
[Seite 43] οντος, laut wehend, sausend, ἀῆται, Od. 4, 567.
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
au souffle harmonieux ou strident.
Étymologie: λιγύς, πνέω.
Greek (Liddell-Scott)
λῐγυπνείων: -οντος, (πνέω) λιγέως πνέων, συρίζων, λιγυπνείοντες ἀῆται Ὀδ. Δ. 567.
English (Autenrieth)
οντος: loudly blowing, whistling, Od. 4.567†.
Greek Monotonic
λῐγυπνείων: -οντος (πνέω), αυτός που φυσάει βγάζοντας διαπεραστικό ήχο, αυτός που σφυρίζει, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
λῐγυπνείων: οντος, v. l. λιγὺ πνείων adj. проносящийся со свистом, гудящий (ἀῆται Hom.).