λιγυπνείων

From LSJ
Revision as of 21:44, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναιwherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find

Source

German (Pape)

[Seite 43] οντος, laut wehend, sausend, ἀῆται, Od. 4, 567.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
au souffle harmonieux ou strident.
Étymologie: λιγύς, πνέω.

Greek (Liddell-Scott)

λῐγυπνείων: -οντος, (πνέω) λιγέως πνέων, συρίζων, λιγυπνείοντες ἀῆται Ὀδ. Δ. 567.

English (Autenrieth)

οντος: loudly blowing, whistling, Od. 4.567†.

Greek Monotonic

λῐγυπνείων: -οντος (πνέω), αυτός που φυσάει βγάζοντας διαπεραστικό ήχο, αυτός που σφυρίζει, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

λῐγυπνείων: οντος, v. l. λιγὺ πνείων adj. проносящийся со свистом, гудящий (ἀῆται Hom.).

Middle Liddell

λῐγυ-πνείων, οντος, πνέω
shrill-blowing, whistling, Od.