οἰνάριον

From LSJ
Revision as of 22:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνᾰριον Medium diacritics: οἰνάριον Low diacritics: οινάριον Capitals: ΟΙΝΑΡΙΟΝ
Transliteration A: oinárion Transliteration B: oinarion Transliteration C: oinarion Beta Code: oi)na/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of οἶνος, A weak or bad wine, D.35.32, Alex.275, Diph.60.8, Polioch.2.7, etc.: pl., POxy.1672.5 (i A. D.). II a little wine, Diocl.Fr.141, Epict.Ench.12, Sor.1.64, AP 11.189 (Lucill.). III colloq. for οἶνος, Thphr.Char.17.2, PEleph. 13.5 (iii B. C.): pl., PCair.Zen.373 (iii B. C.), Ostr.Bodl.iii 369. IV = ἄμπελος, Gal.19.125.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 mauvais vin;
2 petite quantité de vin.
Étymologie: dim. de οἶνος.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ οἶνος, ἀδύνατοςἄθλιος οἶνος, Δημ. 933. 24, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 5, Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 1. 8, Πολίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 7, κτλ. ΙΙ. ὀλίγος οἶνος, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 12.

Greek Monolingual

οἰνάριον, τὸ (ΑΜ) οίνος
(υποκορ. του οίνος) κρασάκι
αρχ.
1. αδύνατο ή άθλιο κρασί
2. λίγο κρασί, μικρή ποσότητα κρασιού («ἐφθόνησέ μοι τοῦ ζωμοῦ καὶ τοῦ οἰναρίου» Θεόφρ.)
3. η άμπελος.

Greek Monotonic

οἰνάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του οἶνος, αδύνατο ή κακής ποιότητας κρασί, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

οἰνάριον: (ᾱ, редко ᾰ) τό
1) неважное винцо, винишко Dem.;
2) немножко вина Sext.

Middle Liddell

οἰνᾰ́ριον, ου, τό, [Dim. of οἶνος.]
weak or bad wine, Dem.