παρενθεῖν
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
Dor. for παρελθεῖν, v. παρέρπω.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 dor. de παρέρχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
παρενθεῖν: Δωρ. ἀντὶ παρελθεῖν, Θεόκρ. 15. 60.
Greek Monotonic
παρενθεῖν: Δωρ. αντί παρελθεῖν, απαρ. αορ. βʹ του παρέρχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρενθεῖν Dor. voor παρελθεῖν, zie παρέρχομαι.
Russian (Dvoretsky)
παρενθεῖν: дор. Theocr. inf. aor. 2 к παρέρχομαι.