περικατάληπτος

From LSJ
Revision as of 20:04, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικατάληπτος Medium diacritics: περικατάληπτος Low diacritics: περικατάληπτος Capitals: ΠΕΡΙΚΑΤΑΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: perikatálēptos Transliteration B: perikatalēptos Transliteration C: perikataliptos Beta Code: perikata/lhptos

English (LSJ)

ον, A overtaken and surrounded, Philippid.24, D.S.2.50, etc.; by death, Phld.Mort.39. 2 detected, LXX 2 Ma.14.41, D.S.4.76, Theodor. ap. Stob.4.20.71.

German (Pape)

[Seite 579] dabei, darüber ergriffen; Sp., wie Plut.; Schol. Il. 18, 486.

Greek (Liddell-Scott)

περικατάληπτος: -ον, καταληφθεὶς καὶ κυκλωθείς, Φιλιππίδης ἐν «Φιλευριπίδῃ» 3, Θεόδωρ. παρὰ Στοβ. τ. 64. 34, Διόδ. 2. 50 κτλ.

Greek Monolingual

-ον, Α περικαταλαμβάνω
1. αυτός που κυκλώθηκε και καταλήφθηκε από κάποιον
2. αυτός που ανακαλύφθηκε.

Russian (Dvoretsky)

περικατάληπτος: окруженный, т. е. задержанный или схваченный Diod., Plut.